Новогреческий словарь
εσβέσθην
εσβέσθην
παθ. αόρ. от σβεννύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εσβέσθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ελίσσομαι
—
όμπυο
—
βουρλαίνω
—
ρόδι
—
πεζογράφος
—
ουρανικός
—
βωλαράκι
—
επινεύω
—
αντισημιτικός
—
χαλκουργός
—
βεργοστέφανο
—
βερμπαλισμός
—
δαφνόκοκκος
—
διαγουμίζω
—
προαναφλέγω
—
παραλλάζω
—
συντόμευση
—
λιοκαμένος
—
λαυριώτης
—
πατώνω
—
εξολίσθησις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве