|
беспрепятственный, свободный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беспрепятственный? — απαρεμπόδιστος как на (ново)греческом будет слово свободный? — απαρεμπόδιστος как с (ново)греческого переводится слово απαρεμπόδιστος? — беспрепятственный, свободный — τριώροφος — σόκ — επιτιθέμενος — συγκολλώ — σαγγηνεύω — γλυκολυπούμενος — κανελλόχρους — γράσος — χτενίδια — χειροπόδαρα — τειχοδομία — οιακιστής — μονιμοποιούμαι — υαλοποιείο — βάσανο — διατρητικός — χρεοπίστωση — προσράπτω — βολικός — λεμονοδάσος — αντιχαριστικός |
|||