|
1) непростительный; 2) непрощённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непростительный? — ασυχώρετος как на (ново)греческом будет слово непрощённый? — ασυχώρετος как с (ново)греческого переводится слово ασυχώρετος? — непростительный, непрощённый — αναταράζω — χαμαιτύπη — ξεσχίζω — σένια — αξεμολόγητος — λαμποκοπώ — αλλοτριολογία — φωτονεφέλη — ουραγία — γρούξιμο — εκσκαφέας — ποδόλουτρο — ξεχαρβάλωμα — μερεμέτισμα — εξαμματίζω — υμνογραφικός — ενδοσπλάγχνιος — ημιμάχιμος — αγχωτικός — αλεξιπτωτίστρια — απώτερος |
|||