|
(αόρ. διεστάλαξα) уст. 1) процеживать; 2) выливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово процеживать? — διασταλάζω как на (ново)греческом будет слово выливать? — διασταλάζω как с (ново)греческого переводится слово διασταλάζω? — процеживать, выливать — δέχομαι — χειλού — αντρειεύω — βραδυκαρδία — χαμογελαστός — ομαίμων — βοναπαρτισμός — αποκαθηλώνω — ληστρικός — αχρωματία — συμπόνια — δερμοτοπώλης — υστεροπτωσία — επισκεψιμότητα — αποτεφρωτήρας — ανθελονοσιακά — φεγγαρίστικος — ορμαθίζω — αναγουλιασμένος — φωτότυπο — στιφάδο |
|||