Новогреческий словарь
λευίτης
λευίτης
ο
священнослужитель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
священнослужитель
? —
λευίτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
λευίτης
? — священнослужитель
#
(ново)греческий словарь
—
ξαστοχώ
—
αρχίδι
—
προστάτης
—
διβόλισμα
—
αντιμαρτυρώ
—
πιωμένος
—
ελληνοφοβίο
—
βιολοντσελλίστρια
—
πνευστός
—
ξάφρισμα
—
αλλομα
—
όστρακο
—
ξετσιπώνω
—
διαβολή
—
δημόσια
—
χαρτονοποιείο
—
αποβλάκωμα
—
αλκοόλ
—
ανασκάλεμα
—
πουρμπουάρ
—
βρωμισμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве