|
το муз. бемоль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бемоль? — μπεμόλ как с (ново)греческого переводится слово μπεμόλ? — бемоль — καρβουνιάζω — μουσταλευριά — μαίτρ — οικολόγος — μουρντάρα — υδατογόνος — αλανιάρα — αντιπρόταση — καυστήρας — καμίνιασμα — οικουμενικότης — σκευοφυλάκιο — ασφαλώς — αναρπάζω — γυμνοθεραπεία — φλεγμονικός — ασυλλογιτία — αρχοντίζω — υπεισάγω — κοκκινοσκούφα — κοινωνιολογικός |
|||