|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κλαράκι? — — εναπομένω — απεισμάτωτος — κασσιτερούχος — αριθμητός — αχυρύ — ατσίνουρος — μαστικός — έσω — ηλιόβλητος — μεσοπέλαγο — τελαμώνα — βιβλιεκδότις — αφρισμός — φοδράρω — παυσίλυπος — ερεικώδης — άβολος — βίωμα — κριγμός — σκεπασμένα — πιθηκισμός |
|||