Новогреческий словарь
μακιγιάρω
μακιγιάρω
(αόρ. (ε)μακιγιάρισα )
гримировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гримировать
? —
μακιγιάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μακιγιάρω
? — гримировать
#
(ново)греческий словарь
—
αψιδωτός
—
πολυκύλινδρος
—
ανασωσμός
—
κεπέγκι
—
κλέφτης
—
τρομάζω
—
επαναταξινόμηση
—
σήψη
—
λιμενικός
—
κατατσακίζω
—
εμφύτευμα
—
περίδρομος
—
απενοχοποιούμαι
—
μετζάστρα
—
στουμπώνομαι
—
τρίμορφος
—
αστραποβολητό
—
μυσταγωγικός
—
χαλνω
—
τριχοφυία
—
ντόμπρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве