Новогреческий словарь
μονιστικός
μονιστικός
филос.
монистический
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
монистический
? —
μονιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονιστικός
? — монистический
#
(ново)греческий словарь
—
παλιοσέντονο
—
πρωτάρα
—
αδιαμάχητος
—
αιματόστασις
—
λεπτόγαιος
—
επιτετηδευμένος
—
επέτειος
—
ντεκρεσέντο
—
φαρυγγόσπασμος
—
μεγαλοπιάνομαι
—
επακριβής
—
οραματιστής
—
παράνομος
—
μεταποιητός
—
επιφυλακή
—
γλυκαναπαύομαι
—
καταιονισμός
—
συκαλάς
—
γιουχαΐζω
—
Δεκέμβρης
—
γωνιόλιθος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве