|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κωλοφαρδία? — — ενδεχόμενο — σταχτοκουλλούρα — ψυχοπομπός — ξερή — λιόκαυτο — στυφότητα — τρυπάω — ροβολάω — αλληλοκαθορισμός — σφυγμογράφημα — καταβρόχθιση — σκαρίφημα — ελλιμένισίς — καταστατικός — μαυράκι — κωλογαμημένος — γκιουλές — οιωνοσκόπος — δοχείο — γυρευτής — ασιατικός |
|||