Новогреческий словарь
βεγγαλέζικος
βεγγαλέζικος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βεγγαλέζικος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εξύψωση
—
εκκαυματίζω
—
βύζαγμα
—
τρανεύω
—
εύφρων
—
ομοταξία
—
εγγράψιμος
—
οκταήμερο
—
αποκοιμιστικά
—
φροντιστήριο
—
ηλεκτροφόρος
—
θερμαίνομαι
—
δυσκολαίνω
—
μελαψός
—
διαλογιομαι
—
βουρβουλακιάζω
—
δεντροκαλλιέργεια
—
υπασπιστήριο
—
Φωτούλα
—
γαλαδερφός
—
τραμουντάνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве