Новогреческий словарь
χωρογραφικός
χωρογραφικός
страноведческий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
страноведческий
? —
χωρογραφικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
χωρογραφικός
? — страноведческий
#
(ново)греческий словарь
—
αισθηματικότητα
—
ταλιράκι
—
βρώμα
—
γραμματοδιδάσκαλος
—
τρίτη
—
εργάτρια
—
διαπίστευμα
—
κλαγγάζω
—
διάγλυφος
—
αδικοβάνω
—
ατρίχωτος
—
άφραγκος
—
προκαταβολή
—
ερυθροκύτταρο
—
καντάρι
—
πώντς
—
στεγανά
—
κακοπαθής
—
φυλλάριο
—
αποσταθεροποιώ
—
διαμφισβητώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве