|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καμηλαύκι? — — πολωνέζ — πυελομετρία — αφραγκία — ξιφασκία — αστυνόμος — διαρκώ — γονατισιά — έκαψα — απλήρωτος — χόρτος — ημίπληκτος — ορθοδοντική — δικρανώδης — ουλαμός — εκτύπωση — υπονομευτής — φανανάπτης — θαλασσίς — απόδιαβα — αντίπνοος — ιστιοπλόος |
|||