|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σουηδικά? — — προικοθηρώ — ξερριζώνω — νοικοκυρόπαιδο — λιγοψυχιά — μανικέττι — μπουρινιάζω — κλαψιάρης — λίπωμα — αντιεισαγγελέας — μυθογράφος — ζαντός — απαρτίζω — αντιπυροβολείο — δοκώ — φαιδρός — δυοσμαρίνι — αβεβαιότητα — προαύλιο — ατρατάριστος — χλιός — βεντετισμός |
|||