|
ο мелочной торговец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мелочной торговец? — μικρέμπορος как с (ново)греческого переводится слово μικρέμπορος? — мелочной торговец — μάντεμα — γυψωτής — καταιόνησις — ασίτευτος — γυναικοκατακτητής — εμείς — διαμορφώνω — καταδίνω — ξημέρωμα — ανακάτεψη — γερμανόπληκτος — βλαστοφυω — σάνδαλον — απειράκις — σιτόχρους — απειθώ — εκπληρώνω — αχύλωτος — κανονικός — τριάντα — προπαγανδίστρια |
|||