|
1. расширять; 2. расширяться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расширять? — φαρδύνω как на (ново)греческом будет слово расширяться? — φαρδύνω как с (ново)греческого переводится слово φαρδύνω? — расширять, расширяться — προσπορισμός — απαθής — έμπορας — ξενοδουλεύω — γουλί — καναπές — εγκοινωνισμός — ανετή — ελικοτομία — μικροψυχία — τιμαλφής — περιβαλλοντικός — χασάς — σκεπαστικός — ορθόστητος — εμφανής — συνένωση — αλητεία — αμοίχεοτος — ξαλλάσσω — λιθάνθρακας |
|||