|
журчать (о текущей воде) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово журчать? — κελαρύζω как с (ново)греческого переводится слово κελαρύζω? — журчать — μορόζα — απειροπλάσιος — κολύμβημα — κέρβερος — μπουνταλού — ταχύπτερος — επιτείνω — ομόχρους — αυτοκριτικός — αποσήπομαι — λυπησιάρης — πνευμονογραφικός — παρεμφερής — συστένω — βαθιοκόκκινος — αμφίκοπος — σασμός — νευροπαθολογικός — φιλοποσία — εξωδερμικός — ομπροστά |
|||