Новогреческий словарь
ζήν
ζήν
το :
τό εύ ~ — счастье, благополучие
;
τά πρός τό ~ — средства к жизни, всё необходимое для жизни
;
κερδίζω τά πρός τό ~ — зарабатывать на жизнь
;
στερούμαι τών (или τά) πρός τό ~ — жить в нужде, нуждаться, не иметь средств к существованию .
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ζήν
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εριούχος
—
κατσικοκλέφτρα
—
πεντηκονθήμερος
—
ασαράντιστος
—
ραδιοτηλέφωνο
—
ρημάζω
—
λεβητοστάσιο
—
κατασώτευση
—
βλαχιά
—
ματαιοφρονώ
—
εσοδεία
—
ανάπλωτος
—
αστειότητα
—
μύηση
—
ηλεκτροκόλληση
—
ἱερακάριος
—
δυσήκοος
—
προσδοκώμενο
—
χλωροφόρμιο
—
αλάνθαστο
—
τετραημερία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве