|
морить себя голодом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морить себя голодом? — ξενηστικώνομαι как с (ново)греческого переводится слово ξενηστικώνομαι? — морить себя голодом — σκαλωσιά — γιγνώσκομαι — ακόσσιστος — ψευδοτρόπιδα — πυροφοβία — θεήλατος — άλλαγμα — αναπετάρισμα — αυτοπροαίρετα — μπύρα — εύσωμος — μονότροπος — άδολος — κόσκινο — άπονος — παρατραβηγμένος — υγρός — θηριωδία — τσάκωμα — μπαρμπέρικο — νευροκαβαλλίκευμα |
|||