Новогреческий словарь
κατασκηνωτής
κατασκηνωτής
Турист, отдыхающий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατασκηνωτής
? —
#
(ново)греческий словарь
—
οξυρεγμία
—
εκφραστικότητα
—
οινομάγειρος
—
αυτοτιμωρία
—
φλογερότητα
—
ευσταλής
—
αστάθμητος
—
γαϊδουριάζω
—
ψυχοπαιδαγωγικός
—
υποστήριγμα
—
αβούητος
—
αναφτεριάζω
—
αρθροπάθεια
—
υίοθεσία
—
ζουμπουλάκι
—
παλαιοβιβλιοπωλείο
—
κοντόκορμος
—
αριός
—
εχθαίρω
—
χερικό
—
στοχαζούμενος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве