|
(αόρ. έρρανα, παθ. αόρ. ερράνθην) 1) осыпать; ~ μέ άνθη — осыпать цветами; 2) опрыскивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осыпать? — ραίνω как на (ново)греческом будет слово опрыскивать? — ραίνω как с (ново)греческого переводится слово ραίνω? — осыпать, опрыскивать — γουτταπέρκα — ψυχαναγκάζω — μετεξεταστέος — στειροβότανο — επιδερμοφοτία — σφιγγίον — περίγραμμα — μόνοιασμα — φεγγαριάτικα — οκτάβα — κρημνίζομαι — διαμηνύω — βρέχτης — βαθιονόητος — φθαρτικός — αγωνιώδης — ελαφρόποδός — ζυγοστάθμηση — εξαποστολή — θανατοφοβία — Βλάχος |
|||