|
ο 1) самодержец; 2) император #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самодержец? — αυτοκράτορας как на (ново)греческом будет слово император? — αυτοκράτορας как с (ново)греческого переводится слово αυτοκράτορας? — самодержец, император — φωτοδότης — κανονίδι — ευχή — καματάρικος — καλοκαιρεύω — σανιδωτός — πολυνομία — κατρακυλώ — ακαθίδρυτος — λυσσαλέος — σφαγέας — αδιαπότιστος — αλαφρόμυαλος — επτάρι — αγκέλωμα — κοπιαστικός — χρυσορραπτικός — τσουράπω — ζιζάνιο — λαθροθήρας — κατάστιξη |
|||