|
ο сборщик, монтажник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сборщик? — συναρμολογητής как на (ново)греческом будет слово монтажник? — συναρμολογητής как с (ново)греческого переводится слово συναρμολογητής? — сборщик, монтажник — άγρια — περιτύλιξη — άλλοθι — σκοτάδι — γυαλοκόπημα — ξαγκίστρωμα — μαγιόλικα — συμμαζωχτός — πλινθοποιός — εκφυσώ — βασιλοπούλα — κουρμάς — παγεμός — νοικάρισσα — χοντρέλλα — πιθανοκρατία — παγάκι — υπομνηματισμός — ανθοπώλης — προηγουμένως — κανονιστικός |
|||