Новогреческий словарь
γόσμα
γόσμα
το мн.ч.
плач, рыдание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
плач
? —
γόσμα
как на
(ново)греческом
будет слово
рыдание
? —
γόσμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γόσμα
? — плач, рыдание
#
(ново)греческий словарь
—
αρχοντοπιάνομαι
—
πεζεύγω
—
αυτοχειρίαση
—
χωρομετρία
—
γαριερός
—
τσιγγούνικος
—
γυρνώ
—
άλοχος
—
διενεργώ
—
Αρβανίτισσα
—
καθαριστήριο
—
τρεμολάμπω
—
ευχυμία
—
αντιεμετικός
—
βαμβακουργία
—
λασπουριά
—
σκληροκεφαλιά
—
αριστεροσοσιαλιστικός
—
μαργέλλι
—
βουτώ
—
ανασυντασσόμενος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве