Новогреческий словарь
κοινάτορας
κοινάτορας
ο
??? животновод - член артели сыроваров
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοινάτορας
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λικέρ
—
καλαμπουριστής
—
αλέτρι
—
σιγανοπόταμο
—
επιπεδοσφαίριο
—
μονοτρήματα
—
βικάριος
—
μετεωρογράφος
—
απαρεμπόδιστος
—
σοϊλής
—
φυτίστρα
—
Κοκκινοσκουφίτσα
—
γυφτοφάσουλο
—
Πολωνέζος
—
τετραμηνιαίος
—
αξεπούλητος
—
υάρδα
—
ποντιακός
—
πολυβασανισμένος
—
αποδεικτός
—
τύφλαμάρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве