Новогреческий словарь
λιμενεύω
λιμενεύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιμενεύω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ερημητήρι
—
φλογικός
—
συμπερασμός
—
κούρβουλο
—
καταχρεώνομαι
—
σουφρώνω
—
ένδυμα
—
λαθροϋλοτόμος
—
καρδιοκλέφτης
—
άρση
—
αλτρουιστής
—
πολύλοφος
—
επίσπευση
—
μουσικοθεραπεία
—
τσακίζω
—
παρλάρω
—
ίγγλα
—
Σεπτέμβριος
—
ανέκρωτος
—
ομόδικος
—
ξεχειμώνιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве