|
, ~άω ржать (о лошади) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ржать? — χιλιμιντρώ как с (ново)греческого переводится слово χιλιμιντρώ? — ржать — αλιάνιστος — ισιάδα — οντολογικώς — προμηθευτής — παραπαίδι — καπνοχώραφο — ακριβομάννα — σακαράκα — παραδίδω — στρωματσόπανο — ονειροπόλος — κύαθος — στομαχιάρικος — βεραντάκι — γαϊδουριά — δεκεμβριανός — μασκαρένιος — πρεσβυγενής — διώροφος — στρύμωγμα — αποκορυφούμαι |
|||