Новогреческий словарь
αυτοσκοπός
αυτοσκοπός
ο
самоцель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
самоцель
? —
αυτοσκοπός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοσκοπός
? — самоцель
#
(ново)греческий словарь
—
εστιατόριο
—
ξύρισμα
—
γυναικάρι
—
αναχαιντρώνω
—
εισφορά
—
βυτίνα
—
ανεμολόγος
—
κοινωνικότητα
—
Ευχαριστία
—
οδοντόλιθος
—
μαμακούλα
—
εννεάκις
—
διπύρηνος
—
χοντρόπανο
—
μανδαρινισμός
—
ψηφοθέτρια
—
διατέμνουσα
—
ανάλλαχτος
—
αναβροχιά
—
στοιβακτός
—
τίγκα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве