|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θαμνοειδής? — — λιποθύμημα — αντίκλα — σχοινί — αλκοόλη — μεθύστρα — αθάρευτος — οψίπλουτος — σκώπτης — καπνοκοπτήριο — απαρατώ — απολαμπίδα — Γέννα — θωρακωτός — συζητω — αρχιγονία — μάντης — αγγρίζω — γενετική — αχρόνιαγος — σιαλώ — υδάτωση |
|||