|
(μετχ. от δίδω) данный; назначенный (заранее); στή ~η στιγμή — а) в нужный момент; б) в данный момент; στή ~η περίπτωση — в данном случае #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово данный? — δοσμένος как на (ново)греческом будет слово назначенный? — δοσμένος как с (ново)греческого переводится слово δοσμένος? — данный, назначенный — αναδημοσιεύομαι — λατόμία — στρατόπεδο — συμβουλή — αδερφομεράδι — εξατάξιος — εγχείρημα — υπογαστρικός — λαυρίον — σημαιοφόρος — εξαφανισμός — συνοσφαλίστρια — περισκωληκοειδικός — μεταξοΰφαντος — αψήφιστα — ακραχτος — βαλτοτόπι — θέλημα — τριετής — άδολος — εξάμβλωσις |
|||