Новогреческий словарь
φατνιακός
φατνιακός
анат.
луночный
;
~ή πυόρροια — луночное гноетечение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
луночный
? —
φατνιακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
φατνιακός
? — луночный
#
(ново)греческий словарь
—
τελειοποιούμαι
—
αντίκρια
—
σπεκουλάρισμα
—
προσκόλληση
—
ξελαρυγγίζομαι
—
ετυμηγορία
—
αυλακίζω
—
παρομοιάζω
—
ακυρώσιμος
—
καταστρατηγώ
—
χαλαλίζω
—
αναφλεκτήρας
—
αποστρατεύομαι
—
βοϊδόμυγα
—
αντρογυναίκα
—
ρεμέντζο
—
εικοσαετηρίδα
—
σταχτύς
—
ανάσπαστος
—
μπομπονιέρα
—
μοράβια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве