|
η 1) прачка; 2) стиральная доска #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прачка? — πλύστρα как на (ново)греческом будет слово стиральная доска? — πλύστρα как с (ново)греческого переводится слово πλύστρα? — прачка, стиральная доска — εξωμότης — δύσκολα — ακορφος — μουσκλιάζω — αντιρραχιτικός — διαβεβρωμένος — αφηνισμένος — ατολμία — απροσαγόρευτος — τηλεμηχανοποίηση — νησσοτροφία — ανανταγώνιστος — διασπάθηση — ασκιάστος — ταυτόσημος — θρόμβωση — δρομομέτρηση — απλώνομαι — ψιλοκοσκινίζω — μισθοφόρος — αγάλλιασμα |
|||