Новогреческий словарь
σύνταγμα
σύνταγμα
το 1)
конституция
;
2)
полк
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
конституция
? —
σύνταγμα
как на
(ново)греческом
будет слово
полк
? —
σύνταγμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σύνταγμα
? — конституция, полк
#
(ново)греческий словарь
—
συγκαταβατικώς
—
στέναγμα
—
συγχυσμένος
—
μπαρουτίλα
—
ωφελιμιστής
—
φορτίσσιμο
—
μονόδρομος
—
οξύτητα
—
λαγάζω
—
στολιδώδης
—
ιμμοραλισμός
—
εργένισσα
—
καταιονιστήρας
—
κάρπισμα
—
ποιότητα
—
τριμμένος
—
επέχω
—
εισπρακτόρισσα
—
λασπομάχος
—
ρεζεδάς
—
αναχώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве