Новогреческий словарь
διαβουκολουμαι
διαβουκολουμαι
обманываться, самообольщаться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обманываться
? —
διαβουκολουμαι
как на
(ново)греческом
будет слово
самообольщаться
? —
διαβουκολουμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαβουκολουμαι
? — обманываться, самообольщаться
#
(ново)греческий словарь
—
ανομοιοκατάληκτος
—
διαφοροποίηση
—
αποσαρώνω
—
κρυφομιλάω
—
πτύω
—
κοιτάζω
—
σταυροβελονιά
—
ραδιουργώ
—
απρόοπτο
—
ασπάραγος
—
πετροχελίδονο
—
ξενολάτρης
—
μεσάτος
—
νεόφυτος
—
δακτυλοδεικτουμαι
—
νιότη
—
ανθρωπογνώστης
—
διατάραξη
—
ανθρωπιστικός
—
λαγιάζω
—
γιασεμόλαδο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве