|
обманываться, самообольщаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обманываться? — διαβουκολουμαι как на (ново)греческом будет слово самообольщаться? — διαβουκολουμαι как с (ново)греческого переводится слово διαβουκολουμαι? — обманываться, самообольщаться — δεκαήμερος — εξοντωτικός — ωτασπίδα — μέτρο — ιματιοφυλάκιο — σαρανταποδαρούσα — πλαγιοδρομώ — λαμπυρίδα — ανακαθαίρω — μπολερό — μειωτέος — αναλογία — απόχωση — ακόρυφος — αναχωμάτωση — εναρμονίζομαι — ασπριστής — πλειότερος — μηλολάνθη — ξαφορμίζω — πλίνθωμα |
|||