|
το 1) мамонт; 2) ирон. слон (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мамонт? — μαμμούθ как на (ново)греческом будет слово слон? — μαμμούθ как с (ново)греческого переводится слово μαμμούθ? — мамонт, слон — κοντράλτα — ζουλώ — αντιπαραγγελία — τρίστρατο — περιβεβλημένος — αποκριάτικος — μπατάρω — άστρινος — τομαριστής — υπερπλήρωση — απαρεμφατικός — απορία — ισόθερμος — φά — δέηση — κοτζαμπάσης — παράχρηση — αραποσιτένιος — υδρογονοβόμβα — μικροκλιματολογία — κρεατώνω |
|||