|
(αόρ. επανέπλευσα) возвращаться морем, приплывать обратно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово возвращаться морем? — επαναπλέω как на (ново)греческом будет слово приплывать обратно? — επαναπλέω как с (ново)греческого переводится слово επαναπλέω? — возвращаться морем, приплывать обратно — βουδδικός — αβέρτος — τυφλωμένος — ελαστικό — αποσπερίδα — ανασπάζομαι — ενθρονιάζω — μαύλισμα — κυπαρισσόμηλο — νηφαλιότητα — μαρουλάκι — βουνώδης — τωόντι — αρβανιτόπουλο — διαλογιστικός — αυγουστιάτης — εταστικός — αδειούχος — δισκοφορία — ανορθοδοξία — τρόχισμα |
|||