Новогреческий словарь
φυσιολατρικός
φυσιολατρικός
любящий природу
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
любящий природу
? —
φυσιολατρικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
φυσιολατρικός
? — любящий природу
#
(ново)греческий словарь
—
άκλιτος
—
καλαμώνας
—
χωρατό
—
αγριόχοιρος
—
διαλογισμός
—
ανεμοβόρι
—
ανατολισμός
—
μυταρού
—
μακρομελία
—
αυτοβοήθεια
—
διαστίζω
—
χρωμάτισμα
—
εκφορτωτήρας
—
βιοφωταύγεια
—
προσπορίζομαι
—
γουρουνόμαντρα
—
ασταλτος
—
αλληλεπιδραστικός
—
σωροβολιάζομαι
—
επισκευαστικός
—
επισπώμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве