Новогреческий словарь
ασκούμενος
ασκούμενος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασκούμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
συστηματικός
—
ανεβάζω
—
ρύμη
—
μαρμαρώνω
—
κιόσκι
—
αιμοποσία
—
στάθμευση
—
βολτάρω
—
ακρόλοφος
—
καλαθοσφαιρίστρια
—
επικολλητικός
—
μπαρώνος
—
Αμερική
—
αλατουργείο
—
αργούτσικος
—
ιικός
—
τσαμπουνώ
—
εκτάριο
—
ελέγξιμος
—
χαμαλοδουλειά
—
κρυφομίλημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве