|
(-ηρος) ο детская ванна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово детская ванна? — βρεφολουτήρας как с (ново)греческого переводится слово βρεφολουτήρας? — детская ванна — αλευροπωλείο — απομνημονεύματα — αναμιμνήσκω — χημεία — πολυέλεος — στρατιωτικο — υλακτώ — γεάνθρακας — ροή — όριο — αδιάλλακτος — Ακρίτας — βαριεστιμάρα — λαμπροστόλιστος — ανεπίσακτος — κυτίον — διαστολικός — σθεναρός — άστρινος — Λύντς — βοσκαρέα |
|||