Новогреческий словарь
ενέπηξο
ενέπηξο
αόρ. от εμπηγνύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενέπηξο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ξεχαρβάλωτος
—
ενεχυροδανειστικός
—
δύσφθαρτος
—
γοργοπορω
—
αντιπεφωνημένος
—
εκριζωηκός
—
βασιβουζουκισμός
—
κωλογάμητος
—
σκαρμός
—
κατοπτρική
—
ανασυγκροτώ
—
αετήσιος
—
γερδέλι
—
σταθμίζω
—
επτάς
—
δρεπάνισμα
—
σιγοντάρισμα
—
τεσσαρακονταετία
—
δεσμεύομαι
—
απρόληπτος
—
διαμετακομιστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве