Новогреческий словарь
γκόρτσο
γκόρτσο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
γκόρτσο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κακοπαθαίνω
—
αποχτενίδια
—
ασυνάρτητος
—
συνημμένο
—
αυτοκτονία
—
κρεμάμενα
—
φαρμακώνω
—
αλατοπήγιο
—
δοκάνι
—
καύλωμα
—
τουρκοφάσουλο
—
άτσαλος
—
υποτροπή
—
χαρτοπέτασμα
—
γλυκοκοιμάω
—
σπασοκέφι
—
πρόθεση
—
γονοκοκκικός
—
ξεκοίλιασμα
—
πλειοψηφώ
—
σύντριψη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве