|
семейный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово семейный? — φαμελιακός как с (ново)греческого переводится слово φαμελιακός? — семейный — κονκάρδα — κόλλυβος — ψαρομάλλης — τσινίζω — αντιλαλητό — ξεβγάζω — επιζυγίδα — δραχμούλα — μαντάλωμα — δεξιόστροφος — ευ- — ηχολόγημα — κρυφανοβρύζω — σπουδαιολογία — στόμαχος — πείσμα — ναυτιώ — βλεφαρόσπασμος — μπετονόκαρφο — αμφίθυρον — αψομιλώ |
|||