|
το кимоно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кимоно? — κιμονό как с (ново)греческого переводится слово κιμονό? — кимоно — ορυκτός — υάλινος — τεκμαίρομαι — ξεστρίβω — κειμηλιοθήκη — συμπεθεριά — αρκούδας — αλοπηγός — συμπεθεριακός — σοβιέτ — απλανητικός — περισκωληκοειδικός — τιμοκατάλογος — παρωνυμία — λάκτισμα — πεντακάθαρος — βλογάω — παχουλός — ισπανόφιλος — λύπη — βαλσάμωμο |
|||