Новогреческий словарь
υπερακοντίζω
υπερακοντίζω
превосходить
;
~ κάποιον εις... — превосходить кого-л. в...
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
превосходить
? —
υπερακοντίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπερακοντίζω
? — превосходить
#
(ново)греческий словарь
—
κοκόλιπος
—
λιθουανικός
—
πυροηλεκτρισμός
—
ατσαλόκορμος
—
φθονερά
—
κατασκορπάω
—
εποικώ
—
ζωνάρι
—
καμπανοειδής
—
ασπίλωτος
—
αφουγκράζομαι
—
αφθόνητος
—
λαχανοφυτεία
—
γάλλος
—
αλληλοεξάρτηση
—
αναχασκώ
—
κρανιοσκοπικός
—
ευημερών
—
μονόφυλλος
—
διάχυση
—
εισηγησάμην
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве