|
η мигрень; πάσχω από ~ — страдать мигренью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мигрень? — ημικρανία как с (ново)греческого переводится слово ημικρανία? — мигрень — ερημητήριο — καταδολίευσις — απογεράζω — τσάκισμα — καρίκωμα — παλαιοελλαδίτης — τάμπια — διασκέπτομαι — γκρεμότοπος — αντιφεγγίζω — ανακτίζω — μάλαγμα — αδολεσχώ — απεραντολογώ — κώλο — ρητίνευση — λιθογόμωσις — σαυρίτσα — λαχνός — μαντατευτής — κανακάρικο |
|||