|
το ключ (для настройки муз. инструментов, для завода часов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ключ? — χορδιστήριο как с (ново)греческого переводится слово χορδιστήριο? — ключ — ψωμί — σκουπιδιάρικος — αναχρονίζω — κατοχικός — μανιτόμπα — δρακοντιά — δημαγωγία — καμακιά — κλήτευση — λιμπρεττίστας — εξολοθρεύω — βάραθρο — ραδιοαστρονομία — άργανα — μινυρισμός — αρωμουνικός — ψωνίζω — μυρέψημα — φόδρα — σκληροκέφαλος — υφίσταμαι |
|||