Новогреческий словарь
αγεννησιά
αγεννησιά
η
бесплодие
;
~τή δέρνει — [phrase]она страдает бесплодием[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бесплодие
? —
αγεννησιά
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγεννησιά
? — бесплодие
#
(ново)греческий словарь
—
χιονόλυτον
—
υπερπλασία
—
πριονιστής
—
φιλεύω
—
στρατός
—
καρναβαλίστικα
—
πεντηκονταετηρίδα
—
πυροσβέστης
—
εξαθλίωση
—
θυσιαστήριο
—
φανφάρα
—
ζεμάτισμα
—
αποκληρωτικός
—
πρωτοτοκεία
—
έξοχος
—
στραγάλι
—
οία
—
εικότως
—
πετούμενο
—
καντήλα
—
αξιόλογα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве