Новогреческий словарь
μονοικία
μονοικία
η бот.
однодомность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
однодомность
? —
μονοικία
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονοικία
? — однодомность
#
(ново)греческий словарь
—
κτήριο
—
αυγουλάτος
—
αφτιάς
—
ανδροχορίστρια
—
εκπατρίζω
—
σατινάρω
—
ξεδίνω
—
συντέμνω
—
αξιοπρόσεχτος
—
νοεμβριανός
—
μπαϊλντώ
—
πολιομυελιτικός
—
σπόγγισμα
—
ανελάττωτος
—
αντηρίση
—
εκρηκτικός
—
κυτταρολογικός
—
επιθεωρητής
—
τσοντάρω
—
πασπατεύω
—
ντόρτια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве