|
зоол. панцырный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово панцырный? — οστρακοφόρος как с (ново)греческого переводится слово οστρακοφόρος? — панцырный — αγνοούμενος — συνεταιρισηκός — στρογγόλωσις — τσίχλα — γλυκόηχος — ομολόγημα — αποδήμηση — προεδρεία — δριμύτητα — αφιλτράριστος — πορνοστάσιο — στρατηγική — πετρελαιοθήκη — αλιάετος — ακοντίστρια — κεντροδεξιός — πραξικόπημα — κυρά — αποδουλώνω — στεφανώνω — νεκρά |
|||