|
сходить с ума; быть без ума; είναι ξετρελλαμένος μέ τό θέατρο — [phrase]он помешан на театре[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сходить с ума? — ξετρελλαίνομαι как на (ново)греческом будет слово быть без ума? — ξετρελλαίνομαι как с (ново)греческого переводится слово ξετρελλαίνομαι? — сходить с ума, быть без ума — δακρύβρεχτος — Φώτης — κατασταλαγμένος — σκοτειδιάζω — καλαμοκάνα — ανδρογόνα — μακρύτερα — βράχια — αλισφακιά — κούφος — βαφική — πάρκο — ναύλα — διαγογγυσμός — υποδιαιρώ — ματόκλαδο — καταπόδι — φυτοπλαγκτόν — κυανός — προσδοκώμενο — περονιάζω |
|||